κεστρέων

κεστρέων
κέστρα
hammer
fem gen pl (epic ionic)
κεστρεύς
mullet
masc gen pl
κεστρέω̆ν , κεστρεύς
mullet
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …   Dictionary of Greek

  • κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… …   Dictionary of Greek

  • σφηνεύς — έως, ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού τού γένους τών κεστρέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, ηνός «σφήνα» + επίθημα εύς (πρβλ. κογχυλ εύς), λόγω τού σχήματος τού ψαριού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”